Ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς
Τὸ κοινωνικό ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
Patriarchal Endorsement | Archiepiscopal Foreword | Executive Summary | Πρόλογος
Πρόλογος
Ἡ προέλευση τοῦ κειμένου:
Τόν Ἰούνιο τοῦ 2017, ἡ Α.Θ.Π., ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Α΄ διόρισε μία εἰδική ἐπιτροπή θεολόγων μέ σκοπό «νά ἑτοιμάσει ἕνα ἐπίσημο κείμενο γύρω ἀπό τήν κοινωνική διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται καί ἐκφράζεται, τόσο στήν παράδοση διά μέσου τῶν αἰώνων, ὅσο καί ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στή σύγχρονη πρακτική καί ἰδιαίτερα ὅπως αὐτή ἡ διδασκαλία υἱοθετήθηκε πρόσφατα στά κείμενα καί τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνήλθε στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο τοῦ 2016». Ἡ ἐντολή πρός τήν εἰδική ἐπιτροπή ἦταν «νά καταθέσει ἔγκαιρα ἕνα κείμενο πρός ἐξέταση καί ἔγκριση ἀπό τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὁ καρπός αὐτῆς τῆς συζήτησης καί σύνθεσης δημοσιεύεται στή συνέχεια πρός ὄφελος τῶν πιστῶν μας σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἔτσι ὥστε νά χρησιμεύσει ὡς μία στέρεη βάση ἀναφορᾶς καί συνομιλίας γιά ζητήματα καί προκλήσεις ζωτικῆς σημασίας πού ἀντιμετωπίζει ὁ σημερινός κόσμος».
Τόν Δεκέμβριο τοῦ 2017, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐξέδωσε μία ἐπίσημη ἐγκύκλιο πρός «τούς Ἱεράρχες τοῦ Θρόνου, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀναλάβει τό βάρος τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας γιά τά πνευματικά τέκνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί οἱ ὁποῖοι βιώνουν ἀπό πρῶτο χέρι τά σημερινά ζητήματα καί τίς τεράστιες προκλήσεις, ἀποκτώντας ἔτσι μία ποιμαντική ἐμπειρία πού εἶναι πολύτιμη γιά ὁλόκληρό το Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ σκοπό τήν ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν». Μέ τήν ἐγκύκλιο αὐτή ζητήθηκε ἀπό τόν καθένα νά διατυπώσει προτάσεις «σχετικά μέ τή φύση τῶν σημείων τοῦ καιροῦ μας, καθώς καί μέ τούς τρόπους ἀντιμετώπισης τῶν προκλήσεων αὐτῶν, στό πνεῦμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς καί ποιμαντικῆς παράδοσης», ἐνθαρρύνοντας στό τέλος τόν καθένα ἀπό τούς Ἱεράρχες «νά ὑποβάλει σχετική ἔκθεση γύρω ἀπό τά ἐπείγοντα κοινωνικά προβλήματα» πού ἀντιμετωπίζουν σήμερα οἱ πιστοί, καθώς καί «μία ποιμαντική ἀπάντηση στό πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας στόν σύγχρονο κόσμο». Κατά τούς ἑπόμενους δύο μῆνες, περισσότερες ἀπό εἴκοσι πέντε Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀπάντησαν μέ ἑκτενεῖς ἑκθέσεις, ἐνῶ πολλές ἀπό αὐτές προσκάλεσαν κληρικούς καί θεολόγους, εἰδικούς καί ἐρευνητές, καθώς ἐπίσης κοινωνικούς λειτουργούς καί πολιτικούς ἡγέτες νά συμβάλλουν ἀπό τήν πλευρά τους σέ μία τεκμηριωμένη ἔκθεση.
Μετά ἀπό τήν ἐπίσημη ὑποβολή του στήν Ἁγία καί Ἱερή Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖου τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2019, τό κείμενο παραπέμφθηκε γιά ἀξιολόγηση στούς Ἱεράρχες τῆς Συνόδου καί στούς Ἱεράρχες τῶν Ἐπαρχιῶν, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2019. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 2020, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος «ἀξιολόγησε θετικά το μεστό περιεχομένου αὐτό κείμενο, ἐκφράζοντας ἐπίσημα τήν εὐαρέσκεια, τά συγχαρητήριά της, καθώς καί τήν ὁλοθυμη εὐγνωμοσύνη της γιά τήν ἐξαιρετική ἀνταπόκριση καί τό ἐξαιρετικό ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς, ἐνῶ ἐνέκρινε τήν ἔντυπη δημοσίευση τοῦ κειμένου ἀπό τά μέλη τῆς ἐπιτροπῆς, προκειμένου αὐτό νά προσφέρει τίς παραμέτρους καί τίς κατευθυντήριες ἀρχές γιά τήν κοινωνική ἀποστολή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐνώπιον τῶν προκλήσεων καί τῶν προοπτικῶν του σημερινοῦ κόσμου, χωρίς ὡστόσο, τήν ἴδια στιγμή νά ἀγνοεῖ τίς θετικές δυνατότητες καί προοπτικές τοῦ σύγρονου πολιτισμοῦ».
Τό κείμενο, ἀφού ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, ἐμπλουτίστηκε στή συνέχεια μέ ὑλικό ἀπό ἐπιφανείς Ἱεράρχες τοῦΟἰκουμενικοῦ Θρόνου καί πρίν τήν τελική δημοσίευσή του ἔτυχε σχετικῆς ἐπιμέλειας ὑπό τῆς Συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς.
Τό θεολογικό ὑπόβαθρο:
Τό καθῆκον τῆς παραγωγῆς μιᾶς ἑνιαίας δήλωσης γιά τήν κοινωνική διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἐκ φύσεως, ἕνα περίπλοκο, γιά νά μήν ποῦμε ἀμφιλεγόμενο, ἐγχείρημα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζεῖ σήμερα μέσα σέ μία τεράστια ποικιλία πολιτιστικῶν καί ἱστορικῶν συνθηκῶν, ὅπου ἐπικρατοῦν σέ κάθε περίπτωση ἰδιαίτερες κοινωνικές καί πολιτικές ἀνησυχίες καί παραδόσεις. Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ τήν κοινωνική της διδασκαλία ὡς τίποτε λιγότερο ἀπό μία πιστή μεταγραφή τῶν ἠθικῶν διδαχῶν τοῦ Εὐαγγελίου στή γλώσσα τῆς δημόσιας ἠθικῆς καί πολιτικῆς, ἐνῶ ἐπιμένει ὅτι κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός καλεῖται νά ζήσει στόν κόσμο ὡς πιστός μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας κληθεῖ σέ μία σχέση ἀδελφοσύνης μέ ὁλόκληρη τήν κοινωνία τῶν ἁγίων. Τούτου λεχθέντος, ἡ διαδικασία τῆς μετάφρασης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ στίς ἀρχές τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἀποτελεῖ πάντοτε μία λεπτή ὑπόθεση, συχνά διφορούμενη καί σπάνια εὔκολη. Ὁποιαδήποτε σκέψη γιά τήν Ὀρθόδοξη κοινωνική διδασκαλία θά πρέπει νά βασίζεται στή συσσωρευμένη ἐμπειρία καί σοφία τῆς Ἐκκλησίας στό σύνολό της, ἀπό ὅλο τόν κόσμο καί σέ ὅλη τήν ἱστορική της πορεία. Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση αὐξάνεται συνεχῶς καί ἐμπλουτίζεται κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ἀνά τούς αἰῶνες καί ἀπό τή μακρά αὐτή ἐμπειρία ἡ Ἐκκλησία ἀντλεῖ ἀδιάκοπα τίς κατευθυντήριες ἀρχές – θά λέγαμε, τούς ὁδοδεῖκτες της, κατά μῆκος ἑνός δρόμου- γιά τόν προβληματισμό τῆς γύρω ἀπό τά κοινωνικά καί ἠθικά ζητήματα. Ὅπως παρατήρησε κάποτε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Ἡ ἐκκλησία δέν μᾶς δίδει ἕνα σύστημα, ἀλλά ἕνα κλειδί· δέν μᾶς δίδει ἕνα σχεδιάγραμμα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό μέσον διά νά εἰσέλθωμεν εἰς αὐτήν»[1].
Στήν ἐποχή μας ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι συχνά καλά προετοιμασμένη, προκειμένου νά ἀνταποκριθεῖ στίς προκλήσεις τοῦ πλουραλισμοῦ καί τῆς παγκοσμιοποίησης ἤ κατ’ ἐπέκταση τοῦ ἀτομικισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμίκευσης. Σέ πολλές κοινωνίες, ἡ Ἐκκλησία μπαίνει στόν πειρασμό ἁπλῶς νά ἀντιπαρατεθεῖ στόν κόσμο, συχνά καταγγέλλοντας καί περιφρονώντας ὅλες τίς μορφές καί τις ἐκφάνσεις του. Πολύ συχνά, αὐτοί πού ὑποτίθεται ὅτι μιλοῦν ἐκ μέρους τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά διατηρήσει τήν ἀκεραιότητά της μονάχα ἐάν ἀποσυρθεῖ ἀπό τό παρόν καί χωρίς κριτική πρός τό παρελθόν, ἀναζητώντας καταφύγιο σέ ἕνα ἀπολιθωμένο καί συναισθηματικό ὅραμα τῶν χριστιανικῶν προσταγμάτων τῶν παλαιότερων αἰώνων. Ἡ ἱερή παράδοση, ὡστόσο, εἶναι κάτι πολύ περισσότερο ἀπό μία στατική παρακαταθήκη πού κληρονομήθηκε ἀπό τό παρελθόν, ἡ ὁποία δέν χρειάζεται τίποτε περισσότερο ἀπό τή σχολαστική φροντίδα καί τή μηχανική ἐπανάληψη. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀνάμνηση τῶν λόγων τῶν Πατέρων τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ἀντίθετα ἡ ἴδια ἡ ζωντανή καί δυναμική πραγματικότητα στήν ὁποία ἔδειχναν αὐτές οἱ λέξεις, ἡ ἀδιάκοπη δηλαδή, παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατῆλθε στούς Ἀποστόλους κατά τήν Πεντηκοστή, ἕνα διαρκές καί πάντοτε νέο ὁδοιπορικό πρός τήν ἐρχόμενη βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτή ἡ ζωντανή παράδοση πού ἐμπνέει τήν Ἐκκλησία νά ξαναβρεῖ τήν ἱερή κλήση της καί ἡ ὁποία τῆς χαρίζει θεῖο κουράγιο γιά νά μεταμορφώσει ἐκ τῶν ἔσω τόν κόσμο, μέ ὅλες τίς νέες προκλήσεις του, «νά δώσει τήν μαρτυρία της μέ ὅρους ὄχι πολεμικῆς, ἀλλά ‘σαρκωτικῆς’ ἱεραποστολῆς, μιλώντας, κατά τό πρότυπό του σαρκωθέντος Λόγου, στόν σύγχρονο κόσμο ‘ἐκ τῶν ἔσω’, αἴροντας τούς σταυρούς του καί προσπαθώντας νά κατανοήσει τίς ἀγωνίες του»[2].
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἐδῶ καί καιρό καλλιεργήσει μέσα της ἕνα ἰσχυρό καί ξεχωριστό κοινωνικό ἔνστικτο, τό ὁποῖο ἔχει συχνά ἔρθει στήν ἐπιφάνεια, ὅταν οἱ ἱστορικές συνθῆκες ἦταν εὐνοϊκές, ἐνῶ ἀκόμη καί σήμερα ἀποτελεῖ τήν κύρια συμβολή της στίς σύγχρονες συζητήσεις γιά τήν κοινωνική ἠθική. Ὁ Μητροπολίτης Κάλλιστος συνδέει ξεκάθαρα τήν κοινωνική αὐτή συνείδηση μέ τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδας: «Ἡ πίστη μας σέ ἕναν Τριαδικό Θεό, σέ ἕναν Θεό κοινωνικῆς ἀλληλεξάρτησης καί ἀμοιβαίας ἀγάπης, μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀντιταχθοῦμε σέ κάθε μορφή ἐκμετάλλευσης, ἀδικίας καί διάκρισης. Στόν ἀγώνα μᾶς ὑπέρ τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων ἐνεργοῦμε στό ὄνομα τῆς Τριάδας»[3]. Καί ἡ μητέρα Μαρία Σκομπτσόβα (ἡ ἁγία Μαρία τοῦ Παρισιοῦ) θεωρεῖ ὅτι τό κοινωνικό ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας προέρχεται ἀπό τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας: «Ἐάν στό κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει αὐτή ἡ θυσιαστική, κενωτική εὐχαριστιακή ἀγάπη, τότε μπορεῖ εὔκολα κανείς νά ἀναρωτηθεῖ: ποῦ βρίσκονται τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ βρίσκεται ἡ περιφέρεια αὐτοῦ του κέντρου; Στό σημεῖο αὐτό εἶναι δυνατόν νά γίνει λόγος γιά ὁλόκληρο τόν Χριστιανισμό, ὡς μία αἰώνια ἀναφορά τῆς Θείας Λειτουργίας πέρα ἀπό τά τείχη τῆς Ἐκκλησίας. . . καί [ἔτσι] ὁλόκληρος ὁ κόσμος γίνεται τό ἕνα θυσιαστήριο τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ ναοῦ»[4].
Οἱ ποιμαντικές διαστάσεις:
Προσπαθώντας νά ἐκφράσει τήν Ὀρθόδοξη κοινωνική διδασκαλία μέ ὅρους κατάλληλους γιά τή σύγχρονη πραγματικότητα - κάτι πού ἐπρόκειτο νά ἀποδειχθεῖ ἕνα πραγματικά μνημειῶδες ἔργο - ἡ ἐπιτροπή πάσχισε νά λάβει ὑπ’ ὄψη τῆς ὁρισμένες βασικές ἀνησυχίες, ὅπως αὐτές προσδιορίστηκαν εἰδικά ἀπό τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, καθώς καί ἀπό τούς ἄλλους Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου σέ ὅλο τόν κόσμο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τήν εὐκαιρία νά γνωστοποιήσουν τίς πιό ἐπείγουσες ποιμαντικές ἀνησυχίες τους. Οἱ κατευθυντήριες αὐτές γραμμές χρησίμευσαν ὡς γενικές παράμετροι, κι ὄχι ὡς ἄκαμπτα ὅρια, παρέχοντας στήν ἐπιτροπή ἀνεκτίμητη βοήθεια προκειμένου νά φέρει εἰς πέρας τό ἐξαιρετικό καθῆκον της. Ἐπιπλέον, ἀκολουθῶντας αὐτές τίς κατευθυντήριες γραμμές, ἡ ἐπιτροπή προσπάθησε νά ἀποφύγει τίς νεφελώδεις θεωρητικές ἐνατενίσεις καί τίς καθολικές γενικεύσεις, προτιμῶντας νά προσφέρει συγκεκριμένες ἀρχές γιά προβληματισμό καί υἱοθέτηση ἀπό τούς πιστούς καί τίς κοινότητές τους. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά ἐπιμέρους θέματα, ἡ ἐπιτροπή προσπάθησε νά παραμείνει πιστή στήν ἱστορική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί ὅταν ἐπιχείρησε νά φέρει τή διδασκαλία αὐτή σε ἄμεση σχέση μέ τίς σύγχρονες ἀνησυχίες. Ἡ ἐπιτροπή προσπάθησε νά ἀποφύγει ὁποιεσδήποτε ἁπλουστευτικές, εὐσεβιστικές ἤ νομικίστικες διακηρύξεις, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀπέφυγε νά παρουσιάσει τίς προσωπικές ἀπόψεις τῶν μελῶν της ὡς αὐθεντικές δηλώσεις τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἔγινε προσπάθεια, ὥστε ὅλες οἱ ἀπόψεις πού παρουσιάζονται στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν, νά στηριχθοῦν σέ μία προσεκτική μελέτη τῶν βιβλικῶν, πατερικῶν, δογματικῶν καί θεολογικῶν πηγῶν τῆς παράδοσης στό σύνολό της. Τέλος, ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ διαρκοῦς ἀγώνα ὅλων των χριστιανῶν νά ζήσουν μέ πίστη σέ ἕναν συχνά ἀβέβαιο καί ἀνυπόφορο κόσμο, ἡ ἐπιτροπή προσπάθησε νά ἀποφύγει τή χρήση μιᾶς ἐπικριτικῆς γλώσσας καί ἑνός καταδικαστικοῦ ὕφους.
Τό κείμενο φιλοδοξεῖ νά ἐκφράσει τήν κοσμοθεωρία καί τήν ἀποστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἐκφράζεται διά μέσου τῶν αἰώνων, μέχρι καί σήμερα. Ἄν καί ἡ δομή καί τό ὕφος τοῦ κειμένου αὐτοῦ εἶναι μᾶλλον ἐπίσημα, ἡ ἐπιτροπή προσπάθησε νά ἀποφύγει τήν ἄσκοπη ἀφαιρετική σκέψη, προσφέροντας συγκεκριμένες ἠθικές προτάσεις. Οἱ προθέσεις τοῦ κειμένου εἶναι καθαρά ποιμαντικές· ἡ ἀνάλυση γιά τήν παροῦσα πραγματικότητα στοχεύει νά εἶναι συμπονετική· ἡ κριτική τοῦ αὐστηρά ἐποικοδομητική καί οἱ προτροπές τοῦ ἐπιμελῶς ταπεινές. Ἐάν τό κείμενο ἀποτύχει σέ ὁποιοδήποτε ἀπό αὐτά τά σημεῖα, ἡ ἐπιτροπή φέρει ἐξ ὁλοκλήρου τήν εὐθύνη γιά τήν ἀνεπάρκεια αὐτή. Ἐπιπλέον, ἡ ὅλη προσπάθεια ἔλαβε χώρα μέ μία πραγματική διάθεση νά διδαχθεῖ ὄχι μόνον ἀπό τή σοφία, ἀλλά καί ἀπό τά λάθη τῶν προηγούμενων γενεῶν, ὅπως ἐπίσης κι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο μέσα στήν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό αὐτή τήν ἄποψη, τά μέλη τῆς ἐπιτροπῆς ὑποβάλλουν τό ἔργο τους αὐτό πρός τήν εὐρύτερη Ἐκκλησία, ὡς ἕνα προκαταρκτικό βῆμα πρός τήν κατεύθυνση ἑνός διευρυμένου θεολογικοῦ διαλόγου καί ὡς μία βοήθεια στήν πνευματική πρόοδο τῶν Ὀρθόδοξων πιστῶν.
David Bentley Hart & π. Ἰωάννης Χρυσαυγής
Μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς:
- π. Ἰωάννης Χρυσαυγής, Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο
- David Bentley Hart, Ἰνστιτοῦτο Προχωρημένων Σπουδῶν, Πανεπιστήμιο Notre Dame
- George Demacopoulos, Καθηγητής Πανεπιστημίου Fordham
- Carrie Frederick Frost, Καθηγήτρια Οὐκρανικοῦ Σεμιναρίου St. Sophia
- π. Brandon Gallaher, Καθηγητής Πανεπιστημίου τοῦ Exeter
- π. Perry Hamalis, Καθηγητής North Central College
- π. Nicolas Kazarian, Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς
- Aristotle Papanikolaou, Καθηγητής Πανεπιστημίου Fordham
- James Skedros, Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Τιμίου Σταυροῦ
- Gayle Woloschak, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Northwestern
- Κωνσταντίνος Δεληκωνσταντής, Ὀμ. Καθηγητής, Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο
- Θεόδωρος Γιάγκου, Καθηγητής Ἀριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Γραμματέας:
- Nicholas Anton, Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς
Εὐχαριστίες:
Ὑπήρξε μεγάλη τιμή γιά μας ὁ διορισμός μας ὡς μέλη τῆς εἰδικῆς αὐτῆς ἐπιτροπῆς, ὅπως ἐπίσης καί ἰδιαίτερο προνόμιο ἡ ἀνάθεση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς ἀπό τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Τά μέλη τῆς ἐπιτροπῆς ἐκφράζουν τίς εὐχαριστίες τους γιά τήν ἀμέριστη ἐμπιστοσύνη, φροντίδα καί ὐποστήριξή του.
Ὁ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος ὑποστήριξε γενναιόδωρα καί εὐγενικά τήν ἔκδοση τοῦ κειμένου αὐτοῦ στό διαδίκτυο, σέ μετάφραση καί σέ ἔντυπη μορφή.
Ἐκφράζουμε εἰλικρινῆ εὐγνωμοσύνη στόν Μητροπολίτη Γέροντα Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο) καί τόν Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστο Γουέαρ (Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης) γιά τίς πολύτιμες ἰδέες καί παρατηρήσεις τους.
Τέλος, ἀναγνωρίζουμε τήν ὑποστήριξη τοῦ Σεβ. Μητροπολίτη Πίτσμπουργκ Σάββα, τοῦ Σεβ. Μητροπολίτη Νέας Ἱερσέης Εὐάγγελου καί τοῦ Σεβ. Μητροπολίτη Σικάγου Ναθαναήλ. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Βοστώνης Μεθόδιος καί τό Γραφεῖο Διορθοδόξων καί Οἰκουμενικῶν Σχέσεων τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς (μέ τήν εὐγενική χορηγία τοῦ Leadership 100) χρηματοδότησαν τή μετάφραση τοῦ παρόντος κειμένου σέ πολλαπλές γλώσσες.
[1] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας», Ἀγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, Ἔργα 1, μτφρ. Δ. Τσάμης, Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 1976, σ. 70.
[2] Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, «Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καί οἱ προκλήσεις τοῦ 21ου αἰώνα», στό Π. Καλαϊτζίδης-Ν. Ἀσπρούλης (ἐπιμ.), Πρόσωπο, Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σέ ὀρθόδοξη καί οἰκουμενική προοπτική. Σύναξις Εὐχαριστίας πρός τιμήν τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα, Βόλος: Ἐκδοτική Δημητριάδος, 2016, σ. 332.
[3] «The human person as icon of the Trinity», Sobornost, 8.2 (1986), σσ. 6–23, εδώ σ. 18.
[4] Mother Maria Skobtsova, «Types of Religious Life», Mother Maria Skobtsova: Essential Writings, Maryknoll, New York: Orbis Books, 2002, σ. 185.